- μεγαλομέρεια
- μεγαλομέρειαlargeness of partsfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλομερείᾳ — μεγαλομερείᾱͅ , μεγαλομέρεια largeness of parts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομέρεια — μεγαλομέρεια, ἡ (Α) [μεγαλομερής] 1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών 2. μεγάλο μέγεθος 3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
μεγαλομέρειαν — μεγαλομέρεια largeness of parts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)